- νουμμοδότης
- νουμμοδότης και νουμοδότης, ὁ (Μ)εκκλησιαστικό αξίωμα τού οποίου ο κάτοχος είχε καθήκον να παρέχει στους κληρικούς και τους φτωχούς ελέη.[ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦμμος «είδος νομίσματος» + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμο-δότης, νομο-δότης].
Dictionary of Greek. 2013.